βλαστημώ

βλαστημώ
(-άω) (AM βλασφημῶ, -έω)
1. εκστομίζω ανόσια, υβριστικά λόγια εναντίον του θεού, αγίων προσώπων ή ιερών συμβόλων
2. αναθεματίζω, καταριέμαι
μσν.- νεοελλ.
οικτίρω
νεοελλ.
1. βρίζω ή καταριέμαι κάποιον
2. φρ. «βλαστήματα» — εκδήλωση στενοχώριας και απογοήτευσης
αρχ.
δυσφημώ, συκοφαντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τα βλασφημώ και βλασφημία (πρβλ. ευφημώ, ευφημία) είναι αρχαιότερα της υποτιθέμενης πρωταρχικής λ. βλάσφημος και σχηματίστηκαν πιθ. ως «σύνθετα εκ συναρπαγής» όπως και τα ανδραγαθώ, ανδραγαθία (< ανήρ αγαθός), δειροτομώ (< δειρήν τέμνειν), πολιορκώ, πολιορκία (< πόλις + έρκος) με βάση το πρότυπο του οινοχοώ: οινοχόος: οίνον χειν. Τα βλασφημώ, βλασφημία, βλάσφημος έχουν ως β' συνθετικό τη φήμη, ενώ το α' συνθετικό είναι άγνωστης προέλευσης. Ο συσχετισμός του α' συνθετικού με το μέλεος «αργός, αδιάφορος» δεν είναι μορφολογικά και σημασιολογικά δυνατός, η δε σύνδεσή του με τα βλάβος, *βλαψ δημιουργεί φωνητικές δυσκολίες. Τέλος, έχει διατυπωθεί η άποψη ότι η ομάδα του βλασφημώ ανήκει στην κατηγορία των εκφραστικών σχηματισμών με γενικά άγνωστο τον α' όρο (πρβλ. αγανακτώ, κερτομώ). Το νεοελλ. βλαστημώ < αρχ. βλασφημώ, με ανομοίωση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βλαστημώ — βλαστημάω / βλαστημώ, βλαστήμησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • βλαστημώ — ησα, βρίζω τα θεία, χυδαιολογώ, καταριέμαι: Βλαστήμησα την ώρα που τον γνώρισα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβλαστήμητος — η, ο [βλαστημώ] αυτός που δεν έγινε αντικείμενο βλασφημίας …   Dictionary of Greek

  • αιξωνεύομαι — αἰξωνεύομαι (Α) βλαστημώ, κακολογώ, όπως οι κάτοικοι τού δήμου Αιξωνή τής Αττικής (λ. τού Μενάνδρου). [ΕΤΥΜΟΛ. < Αἰξωνεὺς < Αἰξωνή] …   Dictionary of Greek

  • ανάθεμα — το (Α ἀνάθεμα) 1. οτιδήποτε είναι αποχωρισμένο από το καλό και εγκαταλελειμμένο στο κακό, αφορισμένο, καταραμένο πρόσωπο ή πράγμα (στά Νεοελληνικά συνήθως σε συνεκφορά με την αναφορική αντωνυμία που) «π ανάθεμα να γίνει» (κατάρα για πρόσωπα ή… …   Dictionary of Greek

  • αποσκορακίζω — (ΑΜ ἀποσκορακίζω) [σκορακίζω] νεοελλ. 1. διώχνω, πετώ μακριά, στέλνω κατά διαβόλου 2. (για αρχαία κείμενα) αποβάλλω, απορρίπτω όσα δεν θεωρώ γνήσια χωρία, εξοβελίζω αρχ. μσν. στέλνω κάποιον στον διάβολο, αναθεματίζω, καταριέμαι, βλαστημώ …   Dictionary of Greek

  • ατιμάζω — (AM ἀτιμάζω) [άτιμος] 1. προσβάλλω κάποιον με λόγια ή έργα 2. κατηγορώ, βρίζω νεοελλ. 1. βιάζω ή εκπαρθενεύω 2. βλαστημώ, καταριέμαι αρχ. 1. συμπεριφέρομαι περιφρονητικά προς κάποιον 2. δεν θεωρώ κάποιον άξιο να κάνει ή να πετύχει κάτι 3. αφαιρώ… …   Dictionary of Greek

  • βλάστημος — η, ο (AM βλάσφημος, ον) 1. εκείνος που βλαστημά, που βρίζει τα θεία 2. (για λόγια) απρεπής, υβριστικός αρχ. δυσοίωνος, γρουσούζικος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. βλαστημώ] …   Dictionary of Greek

  • βλασφημία — Η βλαστήμια· η εκδήλωση περιφρόνησης για τον Θεό και γενικότερα τα θεία (ό,τι θεωρείται ιερό για τη θρησκεία), που γίνεται δημόσια. Στην Ελλάδα τιμωρείται τόσο όταν γίνεται με δόλο (κακοβούλως) όσο και όταν γίνεται ανύποπτα, με διαφορά ως προς το …   Dictionary of Greek

  • επιγλωσσώμαι — ἐπιγλωσσώμαι, άομαι και επιγλωττῶμαι (Α) 1. βλαστημώ 2. βρίζω κάποιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”